πνευματομάχος

πνευματομάχος
-ον, ΝΜΑ
1. αυτός που μάχεται εναντίον τού Αγίου Πνεύματος
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Πνευματομάχοι εκκλ.
μετριοπαθείς οπαδοί τής αίρεσης του Αρειανισμού, με επικεφαλής τον εκθρονισμένο αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Μακεδόνιο, οι οποίοι αρνούνταν τη φυσική θεότητα και την ομοουσιότητα τού Αγίου Πνεύματος προς τον Πατέρα και Υιό και οι οποίοι καταδικάσθηκαν από την Β' Οικουμενική Σύνοδο το 381 μ.Χ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμα, -ατος + -μάχος (< μάχομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πνευματίτης — ὁ, Α ο πνευματομάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμα, ατος + επίθημα ίτης (πρβλ. στυλ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • πνευματομαχία — η, ΝΜΑ [πνευματομάχος] η αιρετική διδασκαλία τών πνευματομάχων …   Dictionary of Greek

  • πνευματομαχώ — έω, ΜΑ [πνευματομάχος] μάχομαι κατά τού Αγίου Πνεύματος …   Dictionary of Greek

  • πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις …   Dictionary of Greek

  • ՀՈԳԵՄԱՐՏ — (ի, աց, կամ ից.) NBH 2 0111 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c ա. ՀՈԳԵՄԱՐՏ կամ ՀՈԳԷՄԱՐՏ. πνευματομάχος qui spiritui sancto repugnat. Մարնչօղ ընդդէմ հոգւոյն սրբոյ. ժխտօղ աստուածութեան հոգւոյն. մակեդոն հայհոյիչ, եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”