- πνευματομάχος
- -ον, ΝΜΑ1. αυτός που μάχεται εναντίον τού Αγίου Πνεύματος2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Πνευματομάχοι εκκλ.μετριοπαθείς οπαδοί τής αίρεσης του Αρειανισμού, με επικεφαλής τον εκθρονισμένο αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Μακεδόνιο, οι οποίοι αρνούνταν τη φυσική θεότητα και την ομοουσιότητα τού Αγίου Πνεύματος προς τον Πατέρα και Υιό και οι οποίοι καταδικάσθηκαν από την Β' Οικουμενική Σύνοδο το 381 μ.Χ.[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμα, -ατος + -μάχος (< μάχομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.